- πυοειδής
- πῠοειδής, ές, ([etym.] πύον)A like purulent matter,
γάλα Arist.HA573a24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γάλα Arist.HA573a24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με πύον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + ειδής*] … Dictionary of Greek
πυοειδέα — πυοειδής like purulent matter neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυοειδής like purulent matter masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυοειδές — πυοειδής like purulent matter masc/fem voc sg πυοειδής like purulent matter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek